- κρεανομια
- κρεανομίακρεᾱ-νομίαἥ распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρεανομία — και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) [κρεανόμος] διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία … Dictionary of Greek
κρεανομία — κρεᾱνομίᾱ , κρεανομία distribution of meat fem nom/voc/acc dual κρεᾱνομίᾱ , κρεανομία distribution of meat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεανομίᾳ — κρεᾱνομίαι , κρεανομία distribution of meat fem nom/voc pl κρεᾱνομίᾱͅ , κρεανομία distribution of meat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεωνομία — κρεωνομία, ἡ (Α) βλ. κρεανομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κρεανομία με α συνθετικό κρεω για το οποίο βλ. κρε(ο) ] … Dictionary of Greek
κρεανομίαι — κρεᾱνομίαι , κρεανομία distribution of meat fem nom/voc pl κρεᾱνομίᾱͅ , κρεανομία distribution of meat fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεανομίας — κρεᾱνομίᾱς , κρεανομία distribution of meat fem acc pl κρεᾱνομίᾱς , κρεανομία distribution of meat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεονομία — κρεονομία, ἡ (Α) βλ. κρεανομία … Dictionary of Greek
κρεανομιῶν — κρεᾱνομιῶν , κρεανομία distribution of meat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεανομίαις — κρεᾱνομίαις , κρεανομία distribution of meat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεανομίαν — κρεᾱνομίᾱν , κρεανομία distribution of meat fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)